ολιγοανάφορος

ολιγοανάφορος
ὀλιγοανάφορος, -ον (Α)
βλ. ολιγανάφορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ολιγανάφορος — ὀλιγανάφορος και ὀλιγοανάφορος, ον (Α) (για ζωδιακό σημείο) αυτός που εγείρεται, που φέρεται προς τα πάνω με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + αναφορά «κίνηση προς τα πάνω» (πρβλ. βραδυ ανάφορος, πολυ ανάφορος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”